- αὐθαίμων
- αὐθ-αίμων, ον, gen. ονος, ([etym.] αἷμα)A of the same blood, brother, sister, kinsman, S.Tr.1041 (lyr.):—also [suff] αὔθ-αιμος, ον, Id.OC1078, AP7.707 (Diosc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐθαίμων — αὔθαιμος of the same blood masc/fem/neut gen pl αὐθαίμων of the same blood masc/fem/neut gen pl αὐθαίμων of the same blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αύθαιμος — αὔθαιμος, ον και αὐθαίμων, ον (Α) 1. αδελφός 2. συγγενής εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + αιμος, αίμων < αίμα] … Dictionary of Greek
αὔθαιμοι — αὔθαιμος of the same blood masc/fem nom/voc pl αὐθαίμων of the same blood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔθαιμος — of the same blood masc/fem nom sg αὐθαίμων of the same blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)